- παναίδοιος
- πᾰν-αίδοιος, η, ον,A all-revered, Epigr. Gr. 228b ([place name] Ephesus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναίδοιος — παναίδοιος, οίη, ον (Α) άξιος κάθε σεβασμού, πανσεθάσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰδοῖος (< αἰδώς «σεβασμός»)] … Dictionary of Greek
παναιδοίη — παναίδοιος all revered fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)